ταν ένα μέρος, όπου βασίλευαν η βαθιά σιωπή και οι μελαγχολικές σκιές. Οι Θεοί που κατοικούσαν εδώ δεν είχαν ονόματα. Ήταν οι παλαιοί Θεοί, οι ανώνυμοι και απρόσωποι Θεοί των δέντρων.
Εδώ ο χώρος δεν ήταν ανοιχτός και φωτεινός. Δεν υπήρχαν ρεματάκια με γάργαρο και κελαρυστό νερό, τα
πουλιά δεν
κελαηδούσαν αθέατα στις φωλιές τους, ο αέρας δεν ήταν βαρύς από το άρωμα των λουλουδιών. Κοιτώ στο Βορρά και βλέπω το Τείχος παγωμένο να αστράφτει στο φως του φεγγαριού.
Εδώ το δάσος ήταν σκοτεινό, πρωτόγονο και ιερό, όπως και το ζοφερό κάστρο που το περιέβαλλε. Εδώ κυλούσε ο ποταμός του ατσαλιού. Μύριζε νοτερό χώμα και αποσύνθεση. Μόνο θεόρατα πεύκα, ντυμένα την πανοπλία τους από γκριζοπράσινες βελόνες και πανύψηλες βελανιδιές φύτρωναν εδώ.
Οι άντρες που κατοικούν εδώ είναι πολεμιστές. Φρουροί των ιερών. Υπέρμαχοι αρχαίων ιδεών. Ακέραιοι φύλακες, που ζουν και πεθαίνουν στις επάλξεις. Προστατεύουν από την κακόβουλη μαγεία. Μαθαίνουν να κοιτάζουν κατάματα το φόβο γιατί, εδώ, ο Χειμώνας πάντα έρχεται. Οι άντρες εδώ κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Έχουν επίγνωση της δύναμης που νιώθουν. Την κρατούν στην καρδιά τους χωρίς να την αποκαλύπτουν. Είναι το σπαθί στο σκοτάδι, το φως που κρατά μακριά τη νύχτα.
Εδώ, ο άντρας που ηγείται, γνωρίζει τους άντρες του, όπως και εκείνοι αυτόν. Μέσα στα τείχη του επιβλητικού κάστρου κυριαρχεί η πίστη, πως ο άντρας που αποφασίζει την καταδίκη πρέπει να κρατά και το σπαθί, χωρίς να αντλεί ευχαρίστηση από το καθήκον του, ούτε να αποστρέφει το βλέμμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου