PRIVATEARMY
Το “φρούτο” των “ιδιωτικών στρατών” αρχίζει σιγά,σιγά να κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα. Ιδιωτικές εταιρείες που χρησιμοποιούν προσωπικό των ΕΔ έχουν ήδη στηθεί. Το “πείραμα” ξεκίνησε από τις ιδιωτικές εταιρείες που παρέχουν ασφάλεια σε πλοία που πλέουν
ανοιχτά της Σομαλίας. Είναι κοινό μυστικό ότι σ΄ αυτές απασχολούνται άνδρες του ΠΝ.
Ιδιώτες εκμεταλλεύονται την οικονομική ανέχεια των στρατιωτικών και σιγά,σιγά, στήνουν τους “ιδιωτικούς στρατούς”.Οι οποίοι δεν θα παρέχουν απλά ασφάλεια αλλά όπως “διαφημίζουν” οι ίδιοι θα εκτελούν στρατιωτικές επιχειρήσεις “βοηθώντας τις ΕΔ”!
Και βέβαια "στο κόλπο" έχουν μπει εδώ και καιρό όλοι οι "επαγγελματίες πατριώτες-εθνικιστές-σωτήρες της πατρίδος" και οι γραφίδες τους.
Η επιχείρηση -πόλεμος ήταν πάντα κερδοφόρα. Ο πόλεμος “κόβει” χρήμα και η N.Klein περιγράφει πως,στο βιβλίο της “Το Δόγμα του Σοκ”,απ΄ όπου και το απόσπασμα.Η δημοσιογράφος-συγγραφέας εξηγεί πως το “οικονομικό δόγμα” του Μ.Φρίντμαν ιδρυτή της Σχολής του Σικάγου ,βρήκε εφαρμογή στον πόλεμο.
Η θεραπεία-σοκ επιστρέφει στην κοιτίδα της
Το ιδεολογικό κίνημα του Φρίνιμαν κατακτά εδάφη σε όλο τον κόσμο από τη δεκαετία του 1970, όμως μέχρι πρόσφατα το όραμα του δεν είχε υλοποιηθεί πλήρως στη χώρα προέλευσης του. Ασφαλώς, ο Ρέιγκαν έδωσε σημαντική ώθηση σε αυτό το ιδεολογικό κίνημα, όμως οι ΗΠΑ διατήρησαν ένα σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας παιδείας, καθώς, σύμφωνα με τα λόγια του Φρίντμαν, οι γονείς επέμεναν στην «ανορθολογική προσκόλληση τους σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα».
Όταν οι Ρεπουμπλικάνοι απέκτησαν τον έλεγχο του Κογκρέσου το 1995. ο Ντεϊβιντ Φραμ, απόδημος Καναδός και μελλοντικός συγγραφέας των λόγων του Τζορτζ Μπους, ήταν ανάμεσα στους αποκαλούμενους «νεοσυντηρητικούς» που έκαναν έκκληση να πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ μια οικονομική επανάσταση με τη μορφή της θεραπείας-σοκ. «Να τι πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε: Αντί για σταδιακές περικοπές -λίγο από δω, λίγο από κει-, καλύτερα μέσα σε μία μέρα να καταργήσουμε τριακόσια προγράμματα, καθένα από τα οποία κοστίζει ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Ίσως αυτές οι περικοπές να μην κάνουν τη διαφορά, όμως σίγουρα θα δώσουν το μήνυμα. Και μπορούμε να τις κάνουμε αμέσως».
Η θεραπεία-σοκ που επιζητούσε ο Φραμ δεν εφαρμόστηκε τότε, κυρίως επειδή δεν υπήρχε κάποια εσωτερική κρίση για να προετοιμάσει το έδαφος. Όμως το 2001 τα πράγματα άλλαξαν. Όταν έγιναν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Λευκός Οίκος έβριθε από μαθητές του Φρίντμαν. συμπεριλαμβανομένου του στενού του φίλου Ντόναλντ Ράμσφελντ. Η ομάδα του Μπους εκμεταλλεύτηκε στυγνά και ακαριαία αυτή την περίσταση συλλογικού ιλίγγου - όχι, όπως ισχυρίστηκαν μερικοί, επειδή η κρίση ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας της κυβέρνησης, αλλά επειδή τα κεντρικά πρόσωπα της διοίκησης, βετεράνοι προγενέστερων πειραμάτων του καπιταλισμού της καταστροφής στη Λατινική Αμερική και στην Ανατολική Ευρώπη, ανήκαν σε ένα ιδεολογικό κίνημα που εύχεται να ξεσπούν κρίσεις με τον ίδιο τροπο που οι αγρότες των οποίων τα κτήματα μασιίζονιαι από την ξηρασία εύχονται να βρέξει, με την ίδια θέρμη που οι χριστιανοί-σιωνιστές οι οποίοι πιστεύουν στη συντέλεια του κόσμου προσεύχονται για την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
Για τρεις δεκαετίες ο Φρίντμαν και οι οπαδοί του είχαν μεθοδικά εκμεταλλευτεί συγκλονιστικά γεγονότα ανάλογα της 11ης Σεπτεμβρίου σε άλλες χώρες, αρχής γενομένης από το πραξικόπημα του Πινστσέτ σιις 11 Σεπτεμβρίου του 1973. Αυτό που συνέβη την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ήταν ότι μια ιδεολογία που επωάστηκε σε αμερικανικά πανεπιστήμια και ισχυροποιήθηκε σε ιδρύματα της Ουάσινγκτον είχε επιτέλους την ευκαιρία να επιστρέψει στην κοιτίδα της.
Η κυβέρνηση Μπους εκμεταλλεύτηκε αμέσως το φόβο που προκάλεσαν οι επιθέσεις όχι μόνο για να κηρύξει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» αλλά και για να διασφαλίσει ότι αυτός θα αποτελούσε ένα απόλυτα κερδοφόρο εγχείρημα, μια ακμάζουσα νέα βιομηχανία που θα έδινε το φιλί της ζωής «πην παραπαίουσα οικονομία των ΗΠΑ. Το φαινόμενο γίνεται καλύτερα κατανοητό αν το ονομάσουμε «σύμπλεγμα του καπιταλισμού της καταστροφής», ενώ τα πλοκάμια του φτάνουν πολύ μακρύτερα από το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα για το οποίο προειδοποιούσε ο Ντουαιτ Αϊζενχάουερ στα τέλη της προεδρικής του θητείας: Πρόκειται, στην ουσία, για έναν παγκόσμιο πόλεμο που διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα από ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες αμείβονται για την ανάμειξη τους με δημόσιο χρήμα και είναι εξουσιοδοτημένες να προστατεύουν εις το διηνεκές το έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και να εξολοθρεύουν το «κακό» στο εξωτερικό.
Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια το σύμπλεγμα αυτό έχει ήδη επεκτείνει τις δραστηριότητες του από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη συμμετοχή σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές, την αστυνόμευση δήμων και την άμεση ανταπόκριση στις ολοένα και πιο συχνές φυσικές καταστροφές, ο τελικός στόχος των εταιρειών που βρίσκονται στον πυρήνα του συμπλέγματος είναι να μετατρέψουν το μοντέλο της προσανατολισμένης «στο κέρδος διακυβέρνησης, το οποίο προωθείται ταχύτατα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, στο συνήθη και καθημερινό τρόπο λειτουργίας του κράτους σε τελική ανάλυση, μιλάμε για ιδιωτικοποίηση της κυβέρνησης.
ανοιχτά της Σομαλίας. Είναι κοινό μυστικό ότι σ΄ αυτές απασχολούνται άνδρες του ΠΝ.
Ιδιώτες εκμεταλλεύονται την οικονομική ανέχεια των στρατιωτικών και σιγά,σιγά, στήνουν τους “ιδιωτικούς στρατούς”.Οι οποίοι δεν θα παρέχουν απλά ασφάλεια αλλά όπως “διαφημίζουν” οι ίδιοι θα εκτελούν στρατιωτικές επιχειρήσεις “βοηθώντας τις ΕΔ”!
Και βέβαια "στο κόλπο" έχουν μπει εδώ και καιρό όλοι οι "επαγγελματίες πατριώτες-εθνικιστές-σωτήρες της πατρίδος" και οι γραφίδες τους.
Η επιχείρηση -πόλεμος ήταν πάντα κερδοφόρα. Ο πόλεμος “κόβει” χρήμα και η N.Klein περιγράφει πως,στο βιβλίο της “Το Δόγμα του Σοκ”,απ΄ όπου και το απόσπασμα.Η δημοσιογράφος-συγγραφέας εξηγεί πως το “οικονομικό δόγμα” του Μ.Φρίντμαν ιδρυτή της Σχολής του Σικάγου ,βρήκε εφαρμογή στον πόλεμο.
Η θεραπεία-σοκ επιστρέφει στην κοιτίδα της
Το ιδεολογικό κίνημα του Φρίνιμαν κατακτά εδάφη σε όλο τον κόσμο από τη δεκαετία του 1970, όμως μέχρι πρόσφατα το όραμα του δεν είχε υλοποιηθεί πλήρως στη χώρα προέλευσης του. Ασφαλώς, ο Ρέιγκαν έδωσε σημαντική ώθηση σε αυτό το ιδεολογικό κίνημα, όμως οι ΗΠΑ διατήρησαν ένα σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας παιδείας, καθώς, σύμφωνα με τα λόγια του Φρίντμαν, οι γονείς επέμεναν στην «ανορθολογική προσκόλληση τους σε ένα σοσιαλιστικό σύστημα».
Όταν οι Ρεπουμπλικάνοι απέκτησαν τον έλεγχο του Κογκρέσου το 1995. ο Ντεϊβιντ Φραμ, απόδημος Καναδός και μελλοντικός συγγραφέας των λόγων του Τζορτζ Μπους, ήταν ανάμεσα στους αποκαλούμενους «νεοσυντηρητικούς» που έκαναν έκκληση να πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ μια οικονομική επανάσταση με τη μορφή της θεραπείας-σοκ. «Να τι πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε: Αντί για σταδιακές περικοπές -λίγο από δω, λίγο από κει-, καλύτερα μέσα σε μία μέρα να καταργήσουμε τριακόσια προγράμματα, καθένα από τα οποία κοστίζει ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Ίσως αυτές οι περικοπές να μην κάνουν τη διαφορά, όμως σίγουρα θα δώσουν το μήνυμα. Και μπορούμε να τις κάνουμε αμέσως».
Η θεραπεία-σοκ που επιζητούσε ο Φραμ δεν εφαρμόστηκε τότε, κυρίως επειδή δεν υπήρχε κάποια εσωτερική κρίση για να προετοιμάσει το έδαφος. Όμως το 2001 τα πράγματα άλλαξαν. Όταν έγιναν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Λευκός Οίκος έβριθε από μαθητές του Φρίντμαν. συμπεριλαμβανομένου του στενού του φίλου Ντόναλντ Ράμσφελντ. Η ομάδα του Μπους εκμεταλλεύτηκε στυγνά και ακαριαία αυτή την περίσταση συλλογικού ιλίγγου - όχι, όπως ισχυρίστηκαν μερικοί, επειδή η κρίση ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας της κυβέρνησης, αλλά επειδή τα κεντρικά πρόσωπα της διοίκησης, βετεράνοι προγενέστερων πειραμάτων του καπιταλισμού της καταστροφής στη Λατινική Αμερική και στην Ανατολική Ευρώπη, ανήκαν σε ένα ιδεολογικό κίνημα που εύχεται να ξεσπούν κρίσεις με τον ίδιο τροπο που οι αγρότες των οποίων τα κτήματα μασιίζονιαι από την ξηρασία εύχονται να βρέξει, με την ίδια θέρμη που οι χριστιανοί-σιωνιστές οι οποίοι πιστεύουν στη συντέλεια του κόσμου προσεύχονται για την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος.
Για τρεις δεκαετίες ο Φρίντμαν και οι οπαδοί του είχαν μεθοδικά εκμεταλλευτεί συγκλονιστικά γεγονότα ανάλογα της 11ης Σεπτεμβρίου σε άλλες χώρες, αρχής γενομένης από το πραξικόπημα του Πινστσέτ σιις 11 Σεπτεμβρίου του 1973. Αυτό που συνέβη την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ήταν ότι μια ιδεολογία που επωάστηκε σε αμερικανικά πανεπιστήμια και ισχυροποιήθηκε σε ιδρύματα της Ουάσινγκτον είχε επιτέλους την ευκαιρία να επιστρέψει στην κοιτίδα της.
Η κυβέρνηση Μπους εκμεταλλεύτηκε αμέσως το φόβο που προκάλεσαν οι επιθέσεις όχι μόνο για να κηρύξει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» αλλά και για να διασφαλίσει ότι αυτός θα αποτελούσε ένα απόλυτα κερδοφόρο εγχείρημα, μια ακμάζουσα νέα βιομηχανία που θα έδινε το φιλί της ζωής «πην παραπαίουσα οικονομία των ΗΠΑ. Το φαινόμενο γίνεται καλύτερα κατανοητό αν το ονομάσουμε «σύμπλεγμα του καπιταλισμού της καταστροφής», ενώ τα πλοκάμια του φτάνουν πολύ μακρύτερα από το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα για το οποίο προειδοποιούσε ο Ντουαιτ Αϊζενχάουερ στα τέλη της προεδρικής του θητείας: Πρόκειται, στην ουσία, για έναν παγκόσμιο πόλεμο που διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα από ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες αμείβονται για την ανάμειξη τους με δημόσιο χρήμα και είναι εξουσιοδοτημένες να προστατεύουν εις το διηνεκές το έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και να εξολοθρεύουν το «κακό» στο εξωτερικό.
Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια το σύμπλεγμα αυτό έχει ήδη επεκτείνει τις δραστηριότητες του από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη συμμετοχή σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές, την αστυνόμευση δήμων και την άμεση ανταπόκριση στις ολοένα και πιο συχνές φυσικές καταστροφές, ο τελικός στόχος των εταιρειών που βρίσκονται στον πυρήνα του συμπλέγματος είναι να μετατρέψουν το μοντέλο της προσανατολισμένης «στο κέρδος διακυβέρνησης, το οποίο προωθείται ταχύτατα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, στο συνήθη και καθημερινό τρόπο λειτουργίας του κράτους σε τελική ανάλυση, μιλάμε για ιδιωτικοποίηση της κυβέρνησης.
Για να δώσει την αρχική ώθηση στο σύμπλεγμα του καπιταλισμού της καταστροφής η κυβέρνηση Μπους ανέθεσε, χωρίς δημόσιο διάλογο, σε εξωτερικούς προμηθευτές πολλές από τις πλέον ευαίσθητες και βασικές λειτουργίες της κυβέρνησης: από την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους στρατιώτες και την ανάκριση αιχμαλώτων μέχρι τη συλλογή πληροφοριών και
την επεξεργασία «δεδομένων» για όλους μας.
Ο ρόλος που διαδραματίζει η κυβέρνηση σ΄ αυτό τον ατελεύτητο πόλεμο δεν είναι ο ρόλος ενός διαχειριστή που διευθύνει ένα δίκτυο εργοληπτικών ιδιωτικών εταιρειών, αλλά ρόλος ενός ριψοκίνδυνου καπιταλιστή που βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη του για να προσφέρει τα αρχικά κεφάλαια για τη δημιουργία του συμπλέγματος και για να γίνει ο μεγαλύτερος πελάτης για τις υπηρεσίες που παρέχει το σύμπλεγμα αυτό. Για να παραθέσω τρία μόνο στατιστικά στοιχεία που δείχνουν το εύρος αυτού του μετασχηματισμού: Πρώτον, το 2003 η κυβέρνηση των ΗΠΑ υπέγραψε 3.512 συμβόλαια με εταιρείες για την προσφορά υπηρεσιών ασφαλείας, ενώ μέχρι τον Αύγουστο του 2006, μόλις είκοσι δύο μήνες μετά το Υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας είχε υπογράψει περισσότερα από 115.000ά ανάλογα συμβόλαια.
Δεύτερον, το συνολικό μέγεθος της βιομηχανίας εθνικής ασφάλειας, που ήταν οικονομικά ασήμαντη πριν από το 2001, ανέρχεται πλέον σε 200 δισεκατομμύρια δολάρια.
Τρίτον, το 2006 οι δαπάνες της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την εθνική ασφάλεια ανέρχονταν σε 545 δολάρια ανά νοικοκυριό.
Και αυτά τα κονδύλια διατέθηκαν μόνο για το εσωτερικό μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας...Το πραγματικό χρήμα βρίσκεται στη διεξαγωγή πολέμων στο εξωτερικό. Εκτός από τούς κατασκευαστές οπλικών συστημάτων, που είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται στα ύψη εξαιτίας του πολέμου στο Ιράκ η διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ είναι πλέον ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα.
«Δύο χώρες που διαθέτουν Mcdonald’s δε θα πολεμήσουν ποτέ η μια την άλλη», είχε δηλώσει τολμηρά ο αρθρογράφος των New York Times Tόμας Φρίντμαν tον Δεκέμβριο tου 1996. Όχι μόνο διαψεύστηκε δύο χρονιά μετά, αλλα και, χάρη στο μοντέλο του κερδοσκοπικού πολέμου, ο στρατός των ΗΠΑ πηγαίνει πλέον στον πόλεμο συνοδεία των Burger King και Pizza Hut καθώς έχουν υπογραφεί συμβόλαια που επιτρέπουν σε αυτές τις δύο εταιρείες να διατηρούν υποκαταστήματα με καθεστώς δικαιόχρησης σε στρατιωτικές βάσεις από το Ιράκ μέχρι τη «μικρή πόλη» στον κόλπο του Γκουαντάναμο.
Ένας άλλος τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται το σύμπλεγμα του καπιταλισμού της καταστροφής είναι η ανθρωπιστική βοήθεια και η ανοικοδόμηση. Με πρώτο πεδίο εφαρμογής το Ιράκ, η κερδοσκοπική ανθρωπιστική βοήθεια και ανοικοδόμηση έχει ήδη γίνει το νέο παγκόσμιο παράδειγμα, ασχέτως του αν η καταστροφή οφείλεται σε έναν προειδοποιητικό πόλεμο (όπως στην περίπτωση της εισβολής του Ισραήλ στον Λίβανο το 2006) ή σε έναν τυφώνα. Με την εξάντληση των φυσικών πάρων και τις κλιματικές αλλαγές να προκαλούν μια σταθερά εντεινόμενη επέλαση νέων καταστροφών, η ανταπόκριση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης είναι, απλώς, μια υπερβολικά καυτή αναδυόμενη αγορά για να παραχωρηθεί σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.
Ο ρόλος που διαδραματίζει η κυβέρνηση σ΄ αυτό τον ατελεύτητο πόλεμο δεν είναι ο ρόλος ενός διαχειριστή που διευθύνει ένα δίκτυο εργοληπτικών ιδιωτικών εταιρειών, αλλά ρόλος ενός ριψοκίνδυνου καπιταλιστή που βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη του για να προσφέρει τα αρχικά κεφάλαια για τη δημιουργία του συμπλέγματος και για να γίνει ο μεγαλύτερος πελάτης για τις υπηρεσίες που παρέχει το σύμπλεγμα αυτό. Για να παραθέσω τρία μόνο στατιστικά στοιχεία που δείχνουν το εύρος αυτού του μετασχηματισμού: Πρώτον, το 2003 η κυβέρνηση των ΗΠΑ υπέγραψε 3.512 συμβόλαια με εταιρείες για την προσφορά υπηρεσιών ασφαλείας, ενώ μέχρι τον Αύγουστο του 2006, μόλις είκοσι δύο μήνες μετά το Υπουργείο Εθνικής Ασφάλειας είχε υπογράψει περισσότερα από 115.000ά ανάλογα συμβόλαια.
Δεύτερον, το συνολικό μέγεθος της βιομηχανίας εθνικής ασφάλειας, που ήταν οικονομικά ασήμαντη πριν από το 2001, ανέρχεται πλέον σε 200 δισεκατομμύρια δολάρια.
Τρίτον, το 2006 οι δαπάνες της κυβέρνησης των ΗΠΑ για την εθνική ασφάλεια ανέρχονταν σε 545 δολάρια ανά νοικοκυριό.
Και αυτά τα κονδύλια διατέθηκαν μόνο για το εσωτερικό μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας...Το πραγματικό χρήμα βρίσκεται στη διεξαγωγή πολέμων στο εξωτερικό. Εκτός από τούς κατασκευαστές οπλικών συστημάτων, που είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται στα ύψη εξαιτίας του πολέμου στο Ιράκ η διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ είναι πλέον ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα.
«Δύο χώρες που διαθέτουν Mcdonald’s δε θα πολεμήσουν ποτέ η μια την άλλη», είχε δηλώσει τολμηρά ο αρθρογράφος των New York Times Tόμας Φρίντμαν tον Δεκέμβριο tου 1996. Όχι μόνο διαψεύστηκε δύο χρονιά μετά, αλλα και, χάρη στο μοντέλο του κερδοσκοπικού πολέμου, ο στρατός των ΗΠΑ πηγαίνει πλέον στον πόλεμο συνοδεία των Burger King και Pizza Hut καθώς έχουν υπογραφεί συμβόλαια που επιτρέπουν σε αυτές τις δύο εταιρείες να διατηρούν υποκαταστήματα με καθεστώς δικαιόχρησης σε στρατιωτικές βάσεις από το Ιράκ μέχρι τη «μικρή πόλη» στον κόλπο του Γκουαντάναμο.
Ένας άλλος τομέας στον οποίο δραστηριοποιείται το σύμπλεγμα του καπιταλισμού της καταστροφής είναι η ανθρωπιστική βοήθεια και η ανοικοδόμηση. Με πρώτο πεδίο εφαρμογής το Ιράκ, η κερδοσκοπική ανθρωπιστική βοήθεια και ανοικοδόμηση έχει ήδη γίνει το νέο παγκόσμιο παράδειγμα, ασχέτως του αν η καταστροφή οφείλεται σε έναν προειδοποιητικό πόλεμο (όπως στην περίπτωση της εισβολής του Ισραήλ στον Λίβανο το 2006) ή σε έναν τυφώνα. Με την εξάντληση των φυσικών πάρων και τις κλιματικές αλλαγές να προκαλούν μια σταθερά εντεινόμενη επέλαση νέων καταστροφών, η ανταπόκριση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης είναι, απλώς, μια υπερβολικά καυτή αναδυόμενη αγορά για να παραχωρηθεί σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.
Για ποιο λόγο να ανοικοδομεί σχολεία η UNICEF, όταν μπορεί να το κάνει η Bechtel, μια από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες στις ΗΠΑ; Για ποιο λόγο να στεγαστούν οι πλημμυροπαθείς της Πολιτείας του Μισισίπη σε επιδοτούμενα άδεια διαμερίσματα, ενώ μπορούν να μείνουν στα κρουαζιερόπλοια της Carnival; Για ποιο λόγο να αναπτυχθούν ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ στο Νταρφούρ, όταν ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας, όπως η Βlackwater, ψάχνουν για νέους πελάτες; Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά μετά την 11η Σεπτεμβρίου: Παλιότερα οι πόλεμοι και οι καταστροφές πρόσφεραν ευκαιρίες σε περιορισμένους τομείς της οικονομίας - για παράδειγμα, στους κατασκευαστές πολεμικών αεριωθούμενων ή στις εταιρείες που ανοικοδομούσαν βομβαρδισμένες γέφυρες. Ωστόσο ο πρωταρχικός οικονομικός ρόλος του πολέμου περιοριζόταν στο άνοιγμα νέων αγορών οι οποίες μέχρι τότε ήταν κλειστές και στην πρόκληση μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης. Πλέον η ανταπόκριση σε πολέμους και καταστροφές έχει ιδιωτικοποιηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να αποτελεί η ίδια μια νέα αγορά: Δεν υπάρχει πια λόγος να τελειώσει ένας πόλεμος για να σημειωθεί οικονομική άνθηση -το μέσο έχει γίνει ο σκοπός.
Ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα αυτής της μεταμοντέρνας προσέγγισης είναι ότι, με όρους αγοράς, δεν μπορεί να αποτύχει. Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά κάποιος αναλυτής των αγορών αναφερόμενος σε ένα εξαιρετικά κερδοφόρο τρίμηνο τ ης εταιρείας Halliburton, που δραστηριοποιείται στον τομέα της ενέργειας, «τα πράγματα στο Ιράκ πήγαν καλύτερα από ότι αναμενόταν” . Αυτό συνέβη τον Οκτώβριο του 2006, το μήνα του πολέμου κατά τον οποίο παρουσιάστηκε η μεγαλύτερη κλιμάκωση βίας μέχρι τότε με τις απώλειες Ιρακινών πολιτών να ανέρχονται σε 3.709. Παρ' όλα αυτά, ελάχιστοι ήταν οι μέτοχοι που δεν εντυπωσιάστηκαν από το γεγονός ότι ο πόλεμος είχε αποφέρει έσοδα 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων οε αυτή την εταιρεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου